Πετροβολώντας τα πολιτικά κόμματα

Δημοσιεύτηκε στα Ενθέματα της Κυριακάτικης Αυγής, 13 Οκτωβρίου 2014.

Δώρα Κοτσακά

Κρίση της πολιτικής: ένας κοινός τόπος, σήμερα, για το σύνολο του πολιτικού κόσμου. Ας θέσουμε όμως, σ’ αυτό τον κοινό τόπο, το γνωστό, ήδη από τη λατινική γραμματεία, ερώτημα-οδηγό για τη διαλεύκανση εγκλημάτων και εν γένει σκοτεινών υποθέσεων: Cui bono (ποιος ωφελείται) από την κρίση αυτή;

Σε ένα πρώτο επίπεδο, χρειάζεται, πιστεύω, να διακρίνουμε την πολιτική από τις οργανωμένες μορφές της. Στην Ελλάδα οι άνθρωποι συζητούν ξανά πολιτικά, με τρόπους και συχνότητα που απουσίαζαν για δεκαετίες. Ο πολιτικός λόγος και προβληματισμός που εκφέρεται «από τα κάτω» έχει σημειώσει εντυπωσιακό άλμα σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο (χωρίς αυτό, βέβαια, να σημαίνει απαραίτητα και ποιοτική αναβάθμισή του).

Ας δούμε, για παράδειγμα, το καινοφανές πλήθος εκδηλώσεων, συζητήσεων και συνεδρίων που άπτονται πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού, καθώς και τη μαζικότητά τους. Οι κινήσεις και πρωτοβουλίες πολιτών που ξεφυτρώνουν σε κάθε γειτονιά ενισχύουν αυτή τη διαπίστωση, καθώς μεταφέρουν την πολιτική από τη θεωρία στην πράξη. Μ’ αυτά τα δεδομένα, πρέπει να λάβουμε υπόψη τη θεμελιακή διάκριση μεταξύ μορφής και περιεχομένου και να αντιληφθούμε ότι, όταν μιλάμε για κρίση της πολιτικής, αναφερόμαστε κατά βάση, αν και όχι αποκλειστικά, στις οργανωμένες μορφές της.

Ωστόσο, στην πολιτική οι μορφές είναι απαραίτητες: κόμματα, κυβέρνηση, κράτος, κοινοβούλιο, και μια σειρά άλλων απαξιωμένων θεσμών — τα παραδείγματά μου περιορίστηκαν στο γράμμα κάπα. Ιδίως τα απαξιωμένα πλέον πολιτικά κόμματα συνιστούν τη ραχοκοκαλιά των πολιτικών συστημάτων, όπως τα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.

Η κινηματική κριτική στα πολιτικά κόμματα είναι, λίγο πολύ, γνωστή και βιωμένη. Άλλωστε, στις οργανωμένες μορφές της πολιτικής περιλαμβάνονται και οι κινηματικές: αυτοοργάνωση, δικτυώσεις, θεματικές και από τα κάτω κινήσεις πολιτών, καθώς και πλήθος άλλων εναλλακτικών μορφών οργάνωσης που λειτουργούν εκτός των κομματικών οργανωτικών δεσμεύσεων. Κυρίως, απορρίπτουν την πυραμιδωτή και ιεραρχική μορφή που συνιστά συνώνυμο των μαζικών κομμάτων από την εποχή της δημιουργίας τους έως σήμερα. Αν και δεν κατέστησαν κεκτημένα, σίγουρα αποτέλεσαν ζητούμενο για το κίνημα των τελευταίων δεκαετιών η αναζήτηση οριζόντιων μορφών οργάνωσης, η αμεσοδημοκρατία με την επιπλέον επιδίωξη συναίνεσης (αποφυγή λήψης αποφάσεων στη βάση της πλειοψηφίας), η αλλεργία απέναντι σε κάθε είδους αυθεντίες και ειδικούς, η καχυποψία απέναντι στην εκπροσώπηση.

Επαναστάσεις που ξεσπούν σε όλα τα σημεία του πλανήτη έχουν ως κοινή συνισταμένη το αίτημα για συμμετοχή. Πρόκειται κατά βάση για νέες και νέους, μορφωμένους, άνεργους ή επισφαλώς εργαζόμενους, με πλήθος δεξιοτήτων και απολύτως αποκλεισμένους από τα κανάλια λήψης αποφάσεων. Η απάντηση σε αυτά τα κοινωνικά στρώματα που κινούνται προς το μέλλον, αν λάβουμε υπόψη την ηλικία και όχι μόνο, δεν μπορεί να είναι ένα πυραμιδωτό σχήμα.

Προς αυτή την κατεύθυνση, η σχετική βιβλιογραφία δεν είναι πλούσια.
Ως παραδείγματα προσπαθειών υποκατάστασης του πυραμιδωτού μοντέλου από την πλευρά των κομμάτων αναφέρονται τα κόμματα των Πρασίνων, στο ξεκίνημά τους, και τα πρόσφατα κόμματα των Πειρατών. Τον προβληματισμό φαίνεται να παρακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως εξαιτίας της διαλεκτικής σχέσης που έχει κατορθώσει να διατηρεί με τα κινήματα. Το ζητούμενο είναι με ποιο τρόπο αυτό θα μπορούσε να αποτυπωθεί στην οργανωτική μορφή του: ένα στοίχημα ανοιχτό προς το μέλλον.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, αντιλαμβανόμαστε ότι όσο τα κόμματα, και ιδιαίτερα τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, δεν επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους η εξωθεσμική παντοδυναμία των αγορών μπορεί να συνεχίζει ακάθεκτη σε βάρος των κοινωνιών, χωρίς σοβαρό αντίπαλο. Η υπαγωγή της πολιτικής σφαίρας στην οικονομική διευκολύνεται, και ο ασύδοτος χρηματιστηριακός καπιταλισμός παίζει στο γήπεδο χωρίς θεσμικό αντίπαλο.

Η αποδόμηση των μορφών του κόμματος, της κυβέρνησης, του κράτους συνιστά στόχο μιας επιχείρησης που εκπορεύεται και από «τα πάνω». Ο νεοφιλελευθερισμός είχε ανάγκη την απονομιμοποίησή τους, προκειμένου να περάσει στην ασύδοτη παγκοσμιοποιημένη φάση του. Ο καπιταλισμός, στην ακραία νεοφιλελεύθερη εκδοχή του, ανέτρεψε τον δημοκρατικό καπιταλισμό του κεϋνσιανού μεταπολεμικού μοντέλου τον οποίο διαχειρίζονταν τα μεγάλα μαζικά κόμματα, που διέθεταν λαϊκή βάση. Η δημιουργία του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους και το εργατικό δίκαιο δεν ήταν καθόλου αυτονόητες κατακτήσεις και τα πολιτικά κόμματα υπήρξαν το όχημα διεκδίκησής τους. Ο νεοφιλελεύθερος ολοκληρωτισμός τα αντιμετωπίζει ως εμπόδια που έπρεπε να φύγουν από τη μέση: η διαφθορά, η αναποτελεσματικότητα, η υπαγωγή τους σε ρόλο εξυπηρέτησης οικονομικών συμφερόντων, συντελούν προς την ίδια κατεύθυνση.

Με λίγα λόγια, σε κανέναν δεν αρέσουν τα κόμματα στη σημερινή μορφή τους – για διαφορετικούς όμως λόγους: η κριτική σε αυτά δεν αρθρώνεται μόνο από την πλευρά του κινήματος, αλλά και από φασίζουσες δυνάμεις, καθώς και από συστημικά ΜΜΕ, τα οποία υιοθετούν την υπονόμευση των κομμάτων ως επίσημη γραμμή τους. Ιδιαίτερα στην Ιταλία το φαινόμενο εξελίσσεται χωρίς να τηρούνται ούτε τα προσχήματα.

Σε μάκρος χρόνου, η ανάλυση συνηγορεί στο ότι αν τα κόμματα δεν αλλάξουν η πραγματικότητα θα τα προσπεράσει· στον βραχύ χρόνο όμως, καλό είναι να έχουμε κατά νου τη συγκυρία και το παιχνίδι που παίζεται στην πολιτική σκακιέρα, προκειμένου να μην αλείφουμε, άθελά μας, βούτυρο στο ψωμί του αντιπάλου. Για παράδειγμα, μια πρόταση κατάργησης της κρατικής επιχορήγησης των πολιτικών κομμάτων (με επιχείρημα την απαξίωσή τους και την ανάλγητη επιβάρυνση των από παντού βαλλόμενων φορολογουμένων) θα μπορούσε να φαντάζει από λογική έως και δίκαιη. Ωστόσο, το επόμενο βήμα θα είναι η χρηματοδότησή τους από οικονομικά συμφέροντα, που επιτέλους θα μπορούν να κάνουν τις δουλειές τους ανοιχτά, επίσημα και ωραία. Σε αυτό το κρίσιμο μεσοδιάστημα, λοιπόν, ας είμαστε επιφυλακτικοί με την υπονόμευση των θεσμικών εργαλείων που έχουμε στη διάθεσή μας αυτή τη στιγμή ενώ, ταυτόχρονα, είναι απαραίτητο να καταβάλλουμε τη μέγιστη προσπάθεια προκειμένου να επιταχύνουμε τις διαδικασίες δημιουργίας των νέων μορφών που θα τα αντικαταστήσουν.

 Η Δώρα Κοτσακά-Καλαϊτζιδάκη είναι δρ πολιτικής κοινωνιολογίας

Εδώ το link στα Ενθέματα, https://enthemata.wordpress.com/2013/10/13/dk/

 

Δημοσιεύθηκε την
Κατηγοριοποιημένα ως From Press On topic Politics & Democracy